δαφνηφάγος

δαφνηφάγος
δαφνη-φάγος, Lorbeer essend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαφνηφάγος — δαφνηφάγος, ον (Α) αυτός που έφαγε φύλλα δάφνης, ο εμπνευσμένος από τον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω (πρβλ. αρτοφάγος, ιχθυοφάγος, μοσχοφάγος)] …   Dictionary of Greek

  • δαφνηφάγον — δαφνηφάγος bay eating masc/fem acc sg δαφνηφάγος bay eating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφάγοι — δαφνηφάγος bay eating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφάγου — δαφνηφάγος bay eating masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφάγων — δαφνηφάγος bay eating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • δαφνηφαγία — δαφνηφαγία, η (Μ) [δαφνηφάγος] το να μασήσει κανείς φύλλα δάφνης για να αποκτήσει ποιητική έμπνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”